διαρθρώσεων

διαρθρώσεων
διαρθρώσεω̆ν , διάρθρωσις
articulation
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λεφέβρ, Ζορζ — (Georges Lefebvre, Λιλ 1874 – Παρίσι 1959). Γάλλος ιστορικός. Θεωρείται αυθεντία στην ιστορία της Γαλλικής επανάστασης. Έγινε γνωστός με τη διδακτορική διατριβή του για τους χωρικούς της βόρειας Γαλλίας κατά τη Γαλλική επανάσταση (1924), όπου… …   Dictionary of Greek

  • Λούλιο, Ραμόν — (Raymond Lully, Πάλμα Μαγιόρκας 1233; – Μαγιόρκα 1315). Καταλανός ποιητής, φιλόσοφος και θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και διετέλεσε οικονόμος του βασιλιά της Μαγιόρκας (1256). Μετά την ενόραση κάποιας οπτασίας, σε ηλικία τριάντα… …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”